κλείσμα

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

το (AM κλεῖσμα) κλείω (Ι)]
1. περίφραγμα, φράχτης
2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος
νεοελλ.-μσν.
1. περίβολος
2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος
νεοελλ.-μσν.
1. περίβολος
2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός.