τό, expl. of κνώδαλον, Sch.Pl.Ax.365c.
κινώθαλον: τό, παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. ὡς ἐτυμολ. ἑρμηνεία τοῦ κνώδαλον· πρβλ. κινώπετον.
κινώθαλον, τὸ (Α)κνώδαλο.