κνώδαλον

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνώδαλον Medium diacritics: κνώδαλον Low diacritics: κνώδαλον Capitals: ΚΝΩΔΑΛΟΝ
Transliteration A: knṓdalon Transliteration B: knōdalon Transliteration C: knodalon Beta Code: knw/dalon

English (LSJ)

τό, any wild creature, Od.17.317; κνώδαλ' ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th.582; but also, of an ox or ass, h.Merc.188; of beasts generally, κνωδάλων τε καὶ βροτῶν A.Ch.601 (lyr.); κ. πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ, of birds and beasts, Id.Supp.1000; κ. βροτοφθόρων ib.264; of sea-monsters, κνώδαλ' ἐν βένθεσι πορφυρέας ἁλός Alcm.60.5, cf. A. Ch.587 (lyr.); ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα Id.Pr.462; ἀνημέρωσα κνωδάλων ὁδόν (sc. Theseus) S.Fr.905, cf. Tr.716; of boars, lions, E. Supp.146; asses, Pi.P.10.36; serpents, Id.N.1.50, Nic.Th.98, Pl. Ax.365c; κώνωπες νυκτὸς κ. διπτέρυγα AP5.150 (Mel.); of persons, as a term of reproach, ὦ παντομισῆ κ. A.Eu.644: Com., brutes, beasts, τρία κ. ἀναιδῆ Cratin.233, cf. Ar.Lys.477; also ἁβρὰ Μουσᾶν κ. dainty prey of the Muses, Cerc.7.9.

German (Pape)

[Seite 1464] το (wahrscheinlich von κινέω, wie κινώπετον, nicht mit ἅλς zusgstzt, wie die Alten erkl. ἐν τῇ ἀλὶ κινούμενον); ein wildes, gefährliches od. giftiges Tier; das Wild, Od. 17, 317; κνώδαλ' ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes. Th. 582; vom Esel Pind. P. 10, 36; von Schlangen N. 1, 50; bei den Tragg. allgemein, auch von anderen Tieren, κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα, die wilden Stiere, Aesch. Prom. 460; κνωδάλων τε καὶ βροτῶν Ch. 593, allgemein Tier, wie κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ Suppl. 978. Ungethüm, Scheusal, ὦ παντομισῆ κνώδαλα Eum. 614; φθείρει τὰ πάντα κνώδαλα. das Wild u. die Centauren, Soph. Trach. 713; bei Eur. Suppl. 146 sind der Eber u. der Löwe damit bezeichnet; Schlangen, Nic. Th. 98; Mücken, Mel. 93 (V, 151); schädliche Insekten, Nic. Ther. 759; Würmer, σηπόμενος εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλων Plat. Ax. 365 c. – Übertr. von Menschen, Ungethüm, Cratin. bei Schol. Ar. Av. 767; auch adj., κνώδαλον εὗρε γέροντα H. h. Merc. 188, wo aber Herm. wohl richtig νωχαλόν emend.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 tout animal sauvage, particul. monstre marin;
2 p. ext. tout animal.
Étymologie: κνάω, ὀδούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνώδαλον -ου, τό, wild dier, beest, monster: overdr. van personen:. οἶσθά γ’ οἷον κνώδαλον φυλάττομεν; weet jij wel wat voor monster wij bewaken? Aristoph. Ve. 4; τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε τοῖς κνωδάλοις; wat moeten we met deze monsterlijke wezens aan? Aristoph. Lys. 477.

Russian (Dvoretsky)

κνώδᾰλον: τό
1 дикое животное, зверь: ὕλης κ. Hom. лесной зверь, дичь;
2 живое существо, животное (κνώδαλα καὶ βροτοί Aesch.): κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ Aesch. животные пернатые и наземные;
3 чудовище (πόντιαι ἀγκάλαι κνωδάλων ἀνταίων βροτοῖσι Aesch.): (κώνωπες), νυκτὸς κνώδαλα διπτέρυγα Anth. комары, двукрылые ночные чудовища;
4 бран. чудовище, страшилище (ὦ παντομισῆ κνώδαλα! Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κνώδᾰλον: τό, πᾶν ἄγριον ἢ ἐπικίνδυνον ζῶον, ἀπὸ τοῦ λέοντος μέχρι τοῦ ὄφεως ἢ σκώληκος, «θηρίον», Ὀδ. Ν. 317· κνώδαλ’ ὅσ’ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα Ἡσ. Θ. 582· ἐπὶ ζῴων καθόλου, κνωδάλων τε καὶ βροτῶν Αἰσχύλ. Χο. 601· κν. πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ, ἐπὶ πτηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1000· κν. βροντοφθόρων αὐτόθι 264· ἐπὶ θαλασσίων θηρίων, ὁ αὐτ. ἐν Χο 586· ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 462· ἀνημέρωσα κνωδάλων ὁδόν, λέγει ὁ Θησεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 233α, πρβλ. Τρ. 716· ἐπὶ κάπρων, λεόντων, Εὐρ. Ἱκέτ. 146· ἐπὶ ὄνων, Πινδ. Π. 10. 56· ἐπὶ ὄφεων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 75, Νικ. Θ. 98, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C· ἐπὶ ἐμπίδων ἢ σκνιπῶν, νυκτὸς κν. διπτέρυγα Ἀνθ. Π. 5. 151· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς καὶ νῦν, ὡς ὀνειδισμὸς ἢ ὕβρις, ὦ παντομισῆ κνώδαλα Αἰσχύλ. Εὐμ. 644· καὶ παρὰ Κωμ., ὑβριστικῶς ἐπὶ ἀνθρώπων, καὶ πρῶτον… ἀπάγω τρία κνώδαλ’ ἀναιδῆ, Πεισίαν, Ὀσφύωνα, Διιτρέφη, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 447. ― Ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, πιθανῶς ἀναγνωστέον νωχαλὸν μετὰ τοῦ Ἑρμάνν. Ἐτυμολ. ἀμφιβόλος· ― ἴδε ἐν λ. κινώθαλον.)

English (Autenrieth)

wild animal, Od. 17.317†.

English (Slater)

κνώδᾰλον beast γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων asses (P. 10.36) ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων serpents (N. 1.50)

Greek Monotonic

κνώδᾰλον: τό, οποιοδήποτε επικίνδυνο ζώο, από λιοντάρι έως ερπετό ή σκουλήκι, τέρας, θηρίο, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ως όρος αποδοκιμασίας, ὦ παντομισῆ κνώδαλα, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: wild or harmful animal (ρ 317).
Derivatives: κνωδαλώδης (Tz.). - κνώδαξ, -ακος m. pin, pivot, also sockets for an axe (Hero, Ph. Bel.) with κνωδάκιον and κνωδακίζω hang on pivots (Hero). - κνώδων, -οντος m., in plur. tooths of a sword or a javelin, in sing. sword (S., X.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To κνώδαλον: κνώδων remember pairs like ἀγκάλη: ἀγκών, ὀμφαλός: Lat. umbō (Schwyzer 483, Chantraine Formation 246); κνωδον-τ- could be secondary for *κνωδον- (Schwyzer 526). In any case κνώδαλον and κνώδων as well as κνώδαξ (on -αξ Schwyzer 497, Chantraine 381; also Björck Alpha impurum 69: from Doric engineering?) go back on a verbal noun *κνωδ(ο-) prob tooth, prop. "biter, gnawer", which may belong to κνῆ-ν etc. (s. -κναίω). Here also κάναδοι σιαγόνες, γνάθοι H.; κναδ-άλ-λεται κνήθεται H.; not to Lith. kándu bite, s. on γνάθος. These words are no doubt Pre-Greek; we noted that κναδ- cannot have an IE preform (s. on -κναίω; καναδ- has a strange un-IE ablaut. I am not sure that κνώδαξ belongs with the other words. S. also κνώψ.
See also: S. auch κνώψ.

Middle Liddell

κνώδᾰλον, ου, τό,
any dangerous animal, from a lion to a serpent or worm, a monster, beast, Od., Hes., Trag.: —of persons, as a term of reproach, ὦ παντομισῆ κνώδαλα Aesch. [deriv. uncertain] {{FriskDe |ftr=κνώδαλον: {knṓdalon}
Grammar: n.
Meaning: wildes oder schädliches Tier (poet. seit ρ 317)
Derivative: mit κνωδαλώδης (Tz.). — κνώδαξ, -ακος m. Zapfen, Achse, auch Höhlung für die Achse (Hero, Ph. Bel. u. a.) mit κνωδάκιον und κνωδακίζω an Zapfen aufhängen (Hero). — κνώδων, -οντος m., im Plur. Zähne am Schwert oder am Jagdspieß, Schwertaken, im Sing. Schwert (S., X. usw.).
Etymology: An κνώδαλον: κνώδων erinnern Wortpaare wie ἀγκάλη: ἀγκών, ὀμφαλός: lat. umbō (Schwyzer 483, Chantraine Formation 246); dabei wäre κνωδοντ- sekundär für *κνωδον- (Schwyzer 526). Auf jeden Fall gehen κνώδαλον und κνώδων ebenso wie κνώδαξ (zum Suffix -αξ Schwyzer 497, Chantraine 381; dazu Björck Alpha impurum 69: aus dorischsprachiger Ingenieurkunst?) auf ein Verbalnomen *κνωδ(ο-) etwa Zahn, eig. "Beißer, Nager", zurück, das letzten Endes zu κνῆν u. Verw. gehört (s. [[-κναίω), aber mit altem Ablaut auch in κάναδοι· σιαγόνες, γνάθοι H., in κναδάλλεται· κνήθεται H. und in lit. kándu beißen, stecken wiederzufinden ist; zu lit. kándu (idg. qonəd-): κναδάλλεται vgl. bes. lit. žándas Kinnbacken: γνάθος ib. (vgl. s. v.). S. auch κνώψ.
Page 1,887-888 }}

English (Woodhouse)

beast, wild beast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=θηρίο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Σχετίζεται μέ τό κνώδων (=ξίφος).