κνώδαλον
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
τό, any wild creature, Od.17.317; κνώδαλ' ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th.582; but also, of an ox or ass, h.Merc.188; of beasts generally, κνωδάλων τε καὶ βροτῶν A.Ch.601 (lyr.); κ. πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ, of birds and beasts, Id.Supp.1000; κ. βροτοφθόρων ib.264; of sea-monsters, κνώδαλ' ἐν βένθεσι πορφυρέας ἁλός Alcm.60.5, cf. A. Ch.587 (lyr.); ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα Id.Pr.462; ἀνημέρωσα κνωδάλων ὁδόν (sc. Theseus) S.Fr.905, cf. Tr.716; of boars, lions, E. Supp.146; asses, Pi.P.10.36; serpents, Id.N.1.50, Nic.Th.98, Pl. Ax.365c; κώνωπες νυκτὸς κ. διπτέρυγα AP5.150 (Mel.); of persons, as a term of reproach, ὦ παντομισῆ κ. A.Eu.644: Com., brutes, beasts, τρία κ. ἀναιδῆ Cratin.233, cf. Ar.Lys.477; also ἁβρὰ Μουσᾶν κ. dainty prey of the Muses, Cerc.7.9.
German (Pape)
[Seite 1464] το (wahrscheinlich von κινέω, wie κινώπετον, nicht mit ἅλς zusgstzt, wie die Alten erkl. ἐν τῇ ἀλὶ κινούμενον); ein wildes, gefährliches od. giftiges Tier; das Wild, Od. 17, 317; κνώδαλ' ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes. Th. 582; vom Esel Pind. P. 10, 36; von Schlangen N. 1, 50; bei den Tragg. allgemein, auch von anderen Tieren, κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα, die wilden Stiere, Aesch. Prom. 460; κνωδάλων τε καὶ βροτῶν Ch. 593, allgemein Tier, wie κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ Suppl. 978. Ungethüm, Scheusal, ὦ παντομισῆ κνώδαλα Eum. 614; φθείρει τὰ πάντα κνώδαλα. das Wild u. die Centauren, Soph. Trach. 713; bei Eur. Suppl. 146 sind der Eber u. der Löwe damit bezeichnet; Schlangen, Nic. Th. 98; Mücken, Mel. 93 (V, 151); schädliche Insekten, Nic. Ther. 759; Würmer, σηπόμενος εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλων Plat. Ax. 365 c. – Übertr. von Menschen, Ungethüm, Cratin. bei Schol. Ar. Av. 767; auch adj., κνώδαλον εὗρε γέροντα H. h. Merc. 188, wo aber Herm. wohl richtig νωχαλόν emend.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 tout animal sauvage, particul. monstre marin;
2 p. ext. tout animal.
Étymologie: κνάω, ὀδούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνώδαλον -ου, τό, wild dier, beest, monster: overdr. van personen:. οἶσθά γ’ οἷον κνώδαλον φυλάττομεν; weet jij wel wat voor monster wij bewaken? Aristoph. Ve. 4; τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε τοῖς κνωδάλοις; wat moeten we met deze monsterlijke wezens aan? Aristoph. Lys. 477.
Russian (Dvoretsky)
κνώδᾰλον: τό
1 дикое животное, зверь: ὕλης κ. Hom. лесной зверь, дичь;
2 живое существо, животное (κνώδαλα καὶ βροτοί Aesch.): κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ Aesch. животные пернатые и наземные;
3 чудовище (πόντιαι ἀγκάλαι κνωδάλων ἀνταίων βροτοῖσι Aesch.): (κώνωπες), νυκτὸς κνώδαλα διπτέρυγα Anth. комары, двукрылые ночные чудовища;
4 бран. чудовище, страшилище (ὦ παντομισῆ κνώδαλα! Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κνώδᾰλον: τό, πᾶν ἄγριον ἢ ἐπικίνδυνον ζῶον, ἀπὸ τοῦ λέοντος μέχρι τοῦ ὄφεως ἢ σκώληκος, «θηρίον», Ὀδ. Ν. 317· κνώδαλ’ ὅσ’ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα Ἡσ. Θ. 582· ἐπὶ ζῴων καθόλου, κνωδάλων τε καὶ βροτῶν Αἰσχύλ. Χο. 601· κν. πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ, ἐπὶ πτηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1000· κν. βροντοφθόρων αὐτόθι 264· ἐπὶ θαλασσίων θηρίων, ὁ αὐτ. ἐν Χο 586· ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 462· ἀνημέρωσα κνωδάλων ὁδόν, λέγει ὁ Θησεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 233α, πρβλ. Τρ. 716· ἐπὶ κάπρων, λεόντων, Εὐρ. Ἱκέτ. 146· ἐπὶ ὄνων, Πινδ. Π. 10. 56· ἐπὶ ὄφεων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 75, Νικ. Θ. 98, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C· ἐπὶ ἐμπίδων ἢ σκνιπῶν, νυκτὸς κν. διπτέρυγα Ἀνθ. Π. 5. 151· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς καὶ νῦν, ὡς ὀνειδισμὸς ἢ ὕβρις, ὦ παντομισῆ κνώδαλα Αἰσχύλ. Εὐμ. 644· καὶ παρὰ Κωμ., ὑβριστικῶς ἐπὶ ἀνθρώπων, καὶ πρῶτον… ἀπάγω τρία κνώδαλ’ ἀναιδῆ, Πεισίαν, Ὀσφύωνα, Διιτρέφη, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 447. ― Ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, πιθανῶς ἀναγνωστέον νωχαλὸν μετὰ τοῦ Ἑρμάνν. Ἐτυμολ. ἀμφιβόλος· ― ἴδε ἐν λ. κινώθαλον.)
English (Autenrieth)
English (Slater)
κνώδᾰλον beast γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων asses (P. 10.36) ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων serpents (N. 1.50)
Greek Monotonic
κνώδᾰλον: τό, οποιοδήποτε επικίνδυνο ζώο, από λιοντάρι έως ερπετό ή σκουλήκι, τέρας, θηρίο, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ως όρος αποδοκιμασίας, ὦ παντομισῆ κνώδαλα, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: wild or harmful animal (ρ 317).
Derivatives: κνωδαλώδης (Tz.). - κνώδαξ, -ακος m. pin, pivot, also sockets for an axe (Hero, Ph. Bel.) with κνωδάκιον and κνωδακίζω hang on pivots (Hero). - κνώδων, -οντος m., in plur. tooths of a sword or a javelin, in sing. sword (S., X.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To κνώδαλον: κνώδων remember pairs like ἀγκάλη: ἀγκών, ὀμφαλός: Lat. umbō (Schwyzer 483, Chantraine Formation 246); κνωδον-τ- could be secondary for *κνωδον- (Schwyzer 526). In any case κνώδαλον and κνώδων as well as κνώδαξ (on -αξ Schwyzer 497, Chantraine 381; also Björck Alpha impurum 69: from Doric engineering?) go back on a verbal noun *κνωδ(ο-) prob tooth, prop. "biter, gnawer", which may belong to κνῆ-ν etc. (s. -κναίω). Here also κάναδοι σιαγόνες, γνάθοι H.; κναδ-άλ-λεται κνήθεται H.; not to Lith. kándu bite, s. on γνάθος. These words are no doubt Pre-Greek; we noted that κναδ- cannot have an IE preform (s. on -κναίω; καναδ- has a strange un-IE ablaut. I am not sure that κνώδαξ belongs with the other words. S. also κνώψ.
See also: S. auch κνώψ.
Middle Liddell
κνώδᾰλον, ου, τό,
any dangerous animal, from a lion to a serpent or worm, a monster, beast, Od., Hes., Trag.: —of persons, as a term of reproach, ὦ παντομισῆ κνώδαλα Aesch. [deriv. uncertain]
{{FriskDe
|ftr=κνώδαλον: {knṓdalon}
Grammar: n.
Meaning: wildes oder schädliches Tier (poet. seit ρ 317)
Derivative: mit κνωδαλώδης (Tz.). — κνώδαξ, -ακος m. Zapfen, Achse, auch Höhlung für die Achse (Hero, Ph. Bel. u. a.) mit κνωδάκιον und κνωδακίζω an Zapfen aufhängen (Hero). — κνώδων, -οντος m., im Plur. Zähne am Schwert oder am Jagdspieß, Schwertaken, im Sing. Schwert (S., X. usw.).
Etymology: An κνώδαλον: κνώδων erinnern Wortpaare wie ἀγκάλη: ἀγκών, ὀμφαλός: lat. umbō (Schwyzer 483, Chantraine Formation 246); dabei wäre κνωδοντ- sekundär für *κνωδον- (Schwyzer 526). Auf jeden Fall gehen κνώδαλον und κνώδων ebenso wie κνώδαξ (zum Suffix -αξ Schwyzer 497, Chantraine 381; dazu Björck Alpha impurum 69: aus dorischsprachiger Ingenieurkunst?) auf ein Verbalnomen *κνωδ(ο-) etwa Zahn, eig. "Beißer, Nager", zurück, das letzten Endes zu κνῆν u. Verw. gehört (s. [[-κναίω), aber mit altem Ablaut auch in κάναδοι· σιαγόνες, γνάθοι H., in κναδάλλεται· κνήθεται H. und in lit. kándu beißen, stecken wiederzufinden ist; zu lit. kándu (idg. qonəd-): κναδάλλεται vgl. bes. lit. žándas Kinnbacken: γνάθος ib. (vgl. s. v.). S. auch κνώψ.
Page 1,887-888
}}
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=θηρίο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Σχετίζεται μέ τό κνώδων (=ξίφος).