Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και -άω1. (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) επωάζω2. φρ. «πολύ τά κλωσσά τ' αβγά του» — ασχολείται για πολύ χρόνο με κάτι, χρονοτριβεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλώσσω «κακαρίζω»].