κακαρίζω

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

και καρκαρίζω (Μ κακαρίζω)
1. (για κότες) κράζω κα-κα-κα
2. μτφ. φλυαρώ θορυβωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τη φωνή της κότας κα-κα].