κνωδακοφόρος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα
2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» — στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, -ακος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. εκκεντρο-φόρος, εμβολο-φόρος.