κολεασμός
English (LSJ)
ὁ,
A sheathing, Id.:—also κολε-αρχος· κακόσχολον ὄνομα, Id. κολεῖν· ἐλθεῖν, Id.
Greek Monolingual
κολεασμός, ὁ (Α) κολεάζω
(κατά τον Ησύχ.) η τοποθέτηση σε θήκη.
ὁ,
A sheathing, Id.:—also κολε-αρχος· κακόσχολον ὄνομα, Id. κολεῖν· ἐλθεῖν, Id.
κολεασμός, ὁ (Α) κολεάζω
(κατά τον Ησύχ.) η τοποθέτηση σε θήκη.