κολεοφόρος, ὁ (Α)1. αυτός που κρατά κολεό2. (στον πληθ. ως κύριο όν.). οἱ Κολεοφόροιτίτλος κωμωδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + -φόρος (< φέρω)].