κολεός
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ὁ,
A = κολεόν (sheath, scabbard), Hecat.22 J., Hsch., Glossaria; also, = λάρναξ, ὑδρία, Hsch.
2 v. κολιός (green woodpecker, Picus viridis).
II in form κουλεός, ὁ, sheath of the heart, pericardium, Hp.Cord.3.
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, ion. κουλεός, auch τὸ κουλεόν, die Scheide, bes. Schwertscheide; ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος Il. 1, 194; κολεῷ μὲν ἄορ θέο Od. 10, 333; auch in der ion. Form, Il. 3, 272; so auch Pind. N. 10, 6; Soph. Ai. 717; Eur. Hec. 544 u. öfter; in Prosa, Xen. ἐγχειρίδια γυμνὰ κολεῶν Ages. 2, 14, vgl. Cyr. 1, 2, 9. – Bei Arist. H. A. 4, 7 von den Flügelscheiden der Insekten.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 c. κολεόν;
2 pudenda muliebria.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολεός zie κολεόν.
Russian (Dvoretsky)
κολεός: ὁ, эп.-ион. κολεόν и κουλεόν τό
1 ножны (ξίφεος Hom.; sc. τοῦ φασγάνου Eur.): ἐγχειρίδια γυμνὰ κολεῶν Xen. обнаженные кинжалы;
2 зоол. надкрылья, элитры (у жесткокрылых) Arst.
Greek Monolingual
ο (Α κολεός και κουλεός, ό, και κολεόν και κουλεόν, τὸ)
θήκη μαχαιριού ή ξίφους, θηκάρι
νεοελλ.
1. ανατ. ο κόλπος τών γυναικείων γεννητικών οργάνων
2. βοτ. α) (στα αγρωστώδη) η πεπλατυσμένη βάση τών φύλλων που περιβάλλει ένα τμήμα του βλαστού
β) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας λαμιίδες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ θήκη τοῦ ξῖφους, καὶ λάρναξ, καὶ ὑδρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από κολεF-όν και εμφανίζει επίθημα -εόν (πρβλ. ειλεός). Κατ' άλλους, η λ. είναι δάνειο από μεσογειακή γλώσσα, όπως και το λατ. culleus. Ο τ. κουλεός είναι επικ. και το -ον- οφείλεται σε μετρική έκταση. Η λ. ως όρος της βοτανικής με τη σημ. «πεπλατυσμένη βάση τών φύλλων» είναι απόδοση στην ελλ. του γαλλ. όρου gaine «θήκη ξίφους», ενώ με τη σημ. «γένος φυτών» είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. coleus). Ο τ. κολεός απαντά ως α' συνθετικό στη διεθνή επιστημονική ορολογία της βοτανικής και της ζωολογίας με σημ. «περίβλημα» (πρβλ. κολεόπτερος, κολεόπτιλο).
ΠΑΡ. αρχ. κολεάζω
νεοελλ.
κολεϊσμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κολεόπτερος, κολεοφόρος
νεοελλ.
κολεόπτιλο, κολεόρριζα, κολεοσπασμός, κολεούχος, κολεοφόρα. (Β' συνθετικό) αρχ. σιδηροκόλεος, σκυτοκόλεος].
Greek (Liddell-Scott)
κολεός: ὁ, Ἰων. κουλεόν, τό, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. ὁπουδήποτε διακρίνεται τὸ γένος, κουλεὸς ἐν Ἱππ. 268. 45· παρ’ Ἀττ. τὸ γένος σπανίως (εἰ μὴ οὐδέποτε) διακρίνεται, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει κολεὸς ὡς ὀνομαστ.· παρὰ Θεοκρ. 24. 45 κολεόν· ― θήκη ξίφους, Λατ. culeus, ἕλκετο δ’ ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος Ἰλ. Α. 194· κολεῷ μὲν ἄορ. θέο Ὀδ. Κ. 333· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. τύπον, ἂψ δ’ ἐς κουλεὸν ὦσε μέγα ξίφος Ἰλ. Α. 220· ξίφεος μέγα κουλεὸν Γ. 272· ἀτὰρ πέρι κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον Λ. 30, Ὀδ. Λ. 98· οὕτω παρὰ Πινδ. Ν. 10. 11· καὶ παρ’ Ἀττ., ξίφη κολεῶν ἐρυστὰ Σοφ. Αἴ. 730· φάσγανον κώπης λαβὼν ἐξεῖλκε κολεοῦ Εὐρ. Ἑκ. 544· μάχαιραν... κολεὸν ἀργυροῦν ἔχουσαν Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α· 46. ἐν κολεῷ Ξεν. Κύρ. 1, 2, 9, κτλ. ΙΙ. παρ’ Ἱππ., ἔνθ’ ἀνωτ., ἡ θήκη τῆς καρδίας, τὸ περικάρδιον· παρ’ Ἀριστ. τὸ κάλυμμα τῶν πτερύγων τοῦ κανθάρου, τὰ κολεόπτερα ἔχει τὰ πτερὰ ἐν κολεῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1. ΙΙΙ. παρ’ Ἡσύχ., = λάρναξ καὶ ὑδρία.
Mantoulidis Etymological
(=θήκη ξίφους). Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό κοῖλος.
Translations
scabbard
Albanian: mbulesë, mill, zgjebe, këllëf; Arabic: غِمْد, غِلَاف; Armenian: պատյան; Aromanian: teacã; Azerbaijani: qın, kılıf; Bashkir: ҡын; Belarusian: ножны, похва, похвы; Bulgarian: ножница; Burmese: ဓားအိမ်; Catalan: beina; Chinese Literary Chinese: 韜; Mandarin: 鞘, 劍鞘, 剑鞘, 刀鞘, 刀鞘; Czech: pochva; Danish: skede; Dutch: schede; Esperanto: glavingo; Estonian: mõõgatupp; Faroese: slíðri; Finnish: tuppi, huotra; French: fourreau; Galician: vaíña; Georgian: ქარქაში; German: Schwertscheide, Scheide; Gothic: 𐍆𐍉𐌳𐍂; Greek: θηκάρι, θήκη; Ancient Greek: γωρυτός, γόρυτος, δορατοδόχη, δοροθήκη, δουροδόκη, δουροθήκη, ἔλυτρον, κολεόν, κολεός, κουλεόν, ξιφοθήκη, περιβολή; Hebrew: נדן, נרתיק; Hindi: मियान, म्यान; Hungarian: hüvely, tok; Icelandic: skálpur, skeiðar; Ido: gaino; Irish: truaill; Italian: fodero, guaina; Japanese: 鞘; Kazakh: қын, қынап; Khmer: ស្រោមដាវ; Korean: 칼집, 대검집; Kyrgyz: кын; Lao: ຝັກ; Latin: vagina; Latvian: maksts; Lithuanian: makštis; Low German: scheed; Macedonian: канија, корица, ножница; Malayalam: വാളുറ; Maltese: għant; Maranao: tagob, tagoban; Mongolian: хуй; Ngazidja Comorian: wala; Northern Northern Norwegian: slire, skjede; Persian: غلاف, قراب, نیام; Polish: pochwa; Portuguese: bainha; Romanian: teacă; Russian: ножны; Scottish Gaelic: duille, fraighe, cochall, faighean, duille-sgeine; Serbo-Croatian: korice; Cyrillic: ножница; Roman: nožnica; Slovak: pošva; Slovene: nožnica; Spanish: vaina; Swedish: skida, balja, slida; Tagalog: kaluban, bayna; Tajik: ғилоф, наём; Thai: ฝัก; Turkish: kın, kılıf; Turkmen: gyn; Ukrainian: пі́хви, пі́хва; Uyghur: قىن, غىلاپ; Uzbek: qin, gʻilof; Vietnamese: vỏ, bao kiếm; Volapük: denavead; Welsh: gwain; Yiddish: שייד
European green woodpecker
ar: نقار الخشب الأخضر; arz: نقار الخشب الاخضر; az: adi yaşıl ağacdələn; ba: йәшел тумыртҡа; be_x_old: жаўна зялёная; be: зялёная жаўна; bg: зелен кълвач; br: kazeg-koad; ca: picot verd comú; csb: zelony dzëdzón; cs: žluna zelená; cy: cnocell werdd; da: grønspætte; de: Grünspecht; en: European green woodpecker; el: πρασινοτσικλιτάρα, πρασινοδρυοκολάπτης, πράσινος δρυοκολάπτης; grc: κελεός, κολεός, κολιός; eo: verda pego; es: carpintero verde, pito real; et: roherähn; eu: okil berde; fa: دارکوب سبز اروپایی; fi: vihertikka; fo: spónspæta; fr: pic vert; fy: griene spjocht; gag: eşil aaçkakan; ga: cnagaire glas; gl: peto verde; he: נקר ירוק אירופי; hu: zöld küllő; hy: կանաչ փայտփոր; inh: баьццара хенахзӏокьеттарг; ja: ヨーロッパアオゲラ; ko: 유라시아청딱따구리; la: Picus viridis; ln: nkotemesi ya mpúndu; lt: žalioji meleta; lv: zaļā dzilna; mk: зелен клукајдрвец; ms: burung belatuk sisik; nl: groene specht; nn: grønspett; no: grønnspett; nv: tsįįłkaałii dootłʼizhí binákʼee halzhinígíí; oc: pic verd; olo: vihandutikku; pcd: bièc bo; pl: dzięcioł zielony; pnb: یورپی ہرا چڑی ترکھان; pt: pica-pau-verde; ro: ciocănitoare verde; rue: жовна зелена; ru: зелёный дятел; se: ruonáčáihni; simple: european green woodpecker; sk: žlna zelená; sl: zelena žolna; sq: qukapiku i gjelbër; sr: зелена жуна; sv: gröngöling; tr: yeşil ağaçkakan; udm: вож сизь; uk: жовна зелена; vi: gõ kiến xanh châu âu; wa: vert betche-bos; wuu: 欧洲绿啄木鸟; zh_yue: 歐洲綠啄木鳥; zh: 欧洲绿啄木鸟