κολλυβιστήριον
English (LSJ)
τό,
A money-changer's office, PTeb.485 (ii B.C.).
Greek Monolingual
κολλυβιστήριον, τὸ (Α) κολλυβίζω
το κατάστημα του κολλυβιστή.
τό,
A money-changer's office, PTeb.485 (ii B.C.).
κολλυβιστήριον, τὸ (Α) κολλυβίζω
το κατάστημα του κολλυβιστή.