και κομματσούλι, το (Μ κομματούλι και κομματσούλι)μικρό κομμάτι, κομματάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. περιοδικ-ούλι, χερ-ούλι). Ο τ. κομματσούλι σχηματίστηκε με τσιτακισμό (τροπή του -τ- και -κ- σε -τσ-)].