κόνναρος

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ, a prickly evergreen,

   A Zizyphus Spina-Christi, Theopomp. Hist.129, Agathocl.6:—neut. κόνναρον, τό, its fruit, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, s. κόναρος.

Greek (Liddell-Scott)

κόννᾰρος: ὁ, ἀειθαλὲς δένδρον ἀκανθῶδες ὡς ἡ κήλαστροςπαλίουρος, Θεοπόμπ. Ἱστ. 145, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 649F· ― οὐδ. κόνναρον, τό, ὁ καρπὸς αὐτοῦ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α κόνναρος)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας κονναρίδες
αρχ.
το αειθαλές δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. κατά το κόμαρος.