Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζίζυφος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek (Liddell-Scott)

ζίζῠφος: ἡ, δένδρον ἡ «ζιζυφιά», Λατ. rhamnus jujuba Linn., Ἰταλ. Giuggiola, Γαλλ. gingeolier. - ζίζυφον, τό, ὁ καρπός, Γαλην. 6. 357, Ὀρειβ. 1. 211, Γεωπ. 10. 3, 4.

Greek Monolingual

και ζιζυφιά και τζιτζυφιά, η ζίζυφο
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών ραμνοειδών, του οποίου καρπός είναι το τζίτζυφο.