ἡ, = foreg., Gloss.
κοπροθήκη: ἡ, = προηγ., Γλωσσ.
κοπροθήκη, ἡ (Α)κοπροθέσιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -θήκη (< θήκη), πρβλ. πιατο-θήκη, τσιγαρο-θήκη.