κοραλλιοφόρος

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
(για θαλάσσια περιοχή) αυτός που έχει ή παράγει κοράλλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -φόρος
(< φόρος < φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περ. Μνημοσύνη].