-α, -ο(για θαλάσσια περιοχή) αυτός που έχει ή παράγει κοράλλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -φόρος(< φόρος < φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περ. Μνημοσύνη].