κοταίνω

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   A = κοτέω, A.Th.485 (lyr.):—also κοτάω, Et.Gud.s.v. ἐνεκότουν.

Greek (Liddell-Scott)

κοταίνω: κοτέω, Αἰσχύλ. Θήβ. 485· ὡσαύτως κοτάω, Bast. εἰς Γρηγ. Κ. 896· κότε, κοτέ, Ἰων. ἀντὶ πότε, ποτέ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
κοτέω.

Greek Monolingual

κοταίνω (Α)
κοτέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος + κατάλ. -αίνω, τ. σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το θυμαίνω].