κότερον
English (LSJ)
κότερα, Ion. for πότερον, πότερα.
Greek (Liddell-Scott)
κότερον: κότερα, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πότερον, πότερα.
Greek Monolingual
κότερον (Α)
ιων. τ. βλ. πότερον.
κότερα, Ion. for πότερον, πότερα.
κότερον: κότερα, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πότερον, πότερα.
κότερον (Α)
ιων. τ. βλ. πότερον.