ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Full diacritics: κότερον | Medium diacritics: κότερον | Low diacritics: κότερον | Capitals: ΚΟΤΕΡΟΝ |
Transliteration A: kóteron | Transliteration B: koteron | Transliteration C: koteron | Beta Code: ko/teron |
κότερα, Ion. for πότερον, πότερα.
κότερον: κότερα, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πότερον, πότερα.
κότερον (Α)
ιων. τ. βλ. πότερον.
κότερον: κότερα, Ιων. αντί πότερον, πότερα.