κότερον

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κότερον Medium diacritics: κότερον Low diacritics: κότερον Capitals: ΚΟΤΕΡΟΝ
Transliteration A: kóteron Transliteration B: koteron Transliteration C: koteron Beta Code: ko/teron

English (LSJ)

κότερα, Ion. for πότερον, πότερα.

Greek (Liddell-Scott)

κότερον: κότερα, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πότερον, πότερα.

Greek Monolingual

κότερον (Α)
ιων. τ. βλ. πότερον.

Greek Monotonic

κότερον: κότερα, Ιων. αντί πότερον, πότερα.