κορύμβιον

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A κόρυμβος 111, Dsc.3.94.    II = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.

Greek Monolingual

κορύμβιον, τὸ (Α)
1. (υποκορ. του κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού
2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική.