λυχνίς

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνίς Medium diacritics: λυχνίς Low diacritics: λυχνίς Capitals: ΛΥΧΝΙΣ
Transliteration A: lychnís Transliteration B: lychnis Transliteration C: lychnis Beta Code: luxni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A rose campion, Silene coronaria, Lychnis coronaria, used for garlands, Thphr. HP 6.8.3, AP 4.1.23 (Mel.), Dsc.3.100.
2 λυχνὶς ἀγρία = corn cockle, Agrostemma githago, ib.101, cf. Nic.Th.899 (ubi v. Sch.).
b = ἀντίρρινον, Dsc. 4.130, Plin.HN25.129.
II a precious stone that emits light, prob. ruby, Luc.Syr.D.32, cf. Dercyl.11:—also λύχνις, ὁ, D.P. 329, Orph.L.271.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 lychnis, vulg. coquelourde, plante;
2 pierre précieuse qui brille dans l'obscurité.
Étymologie: λύχνος.

German (Pape)

ίδος, ἡ, eine Pflanze mit feuerroter Blüte, Theophr.; Mel. 1 (VI.1). – Auch ein im Dunkeln leuchtender Edelstein, Luc. Dea Syr. 32.

Russian (Dvoretsky)

λυχνίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 бот. куколь Anth.;
2 лихнида (вид драгоценного камня) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι ἔχον λαμπρὸν κόκκινον ἄνθος ἐν χρήσει εἰς στεφάνους, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3, Ἀνθ. Π. 4. 1, 23, κτλ. 2) λ. ἀγρία, εἶδος λίνου, Πλίν. 25. 80. ΙΙ. πολύτιμός τις καὶ λάμπων λίθος, πιθ. τὸ καλούμενον «ῥουβίνιον», Λουκ. π. τῆς Συρ. θεοῦ 32· ὡσαύτως λύχνις, ὁ, Εὐστ. εἰς Διον. ΙΙ. 329.

Greek Monolingual

η (Α λυχνίς, -ίδος)
ποώδες φυτό της οικογένειας καρυοφυλλίδες, μονοετές ή πολυετές, με φύλλα αντίθετα, απλά ή ακέραια, το οποίο καλλιεργείται συνήθως ως διακοσμητικό
αρχ.
1. πολύτιμος και λαμπερός λίθος, πιθ. το ρουμπίνι
2. φρ. «λυχνὶς ἡ ἀγρία»
α) πιθ. το φυτό αγρόστεμμα
β) το φυτό αντίρρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + κατάλ. -ίς (πρβλ. λειμωνίς, λοφνίς)].

Greek Monotonic

λυχνίς: -ίδος, ἡ (λύχνος
I. φυτό με λαμπρό κόκκινο άνθος, σε Ανθ.
II. πολύτιμος λίθος που εκπέμπει φως, πιθ. το ρουμπίνι, σε Λουκ.

Middle Liddell

λυχνίς, ίδος λύχνος
I. lychnis, a plant with a scarlet flower, Anth.
II. a precious stone that emits light, prob. the ruby, Luc.