κουλτουριάρης
Greek Monolingual
-α, -ικο κουλτούρα
(ειρωνικά) αυτός που παριστάνει τον διανοούμενο, που επιδεικνύει εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα.
-α, -ικο κουλτούρα
(ειρωνικά) αυτός που παριστάνει τον διανοούμενο, που επιδεικνύει εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα.