κουλτουριάρης

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ικο κουλτούρα
(ειρωνικά) αυτός που παριστάνει τον διανοούμενο, που επιδεικνύει εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα.