ενδιαφέρον
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
Greek Monolingual
το
1. φροντίδα, διάθεση για κάποιον ή κάτι («έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον»)
2. ερωτική συμπάθεια
3. αυτό που κινεί την προσοχή («το βιβλίο έχει ενδιαφέρον»)
4. συμφέρον («τα ενδιαφέροντα τών Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή»).