ενδιαφέρον
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
το
1. φροντίδα, διάθεση για κάποιον ή κάτι («έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον»)
2. ερωτική συμπάθεια
3. αυτό που κινεί την προσοχή («το βιβλίο έχει ενδιαφέρον»)
4. συμφέρον («τα ενδιαφέροντα τών Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή»).