κουρέλι

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. κομμάτι παλιού ή σχισμένου ρούχου, ράκος
2. άχρηστο κομμάτι υφάσματος
3. συνεκδ. καθετί φθαρμένο
4. άνθρωπος εξουθενωμένος από κούραση, ταλαιπωρία ή ψυχική οδύνη
5. φρ. α) «έγινα κουρέλι» — έγινα ερείπιο
β) «κάνω κάποιον κουρέλι» — καταρρακώνω, εξευτελίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλλιον, υποκορ. του κούρελλον < λατ. corellum < coriellum, υποκορ. του corium «δέρμα»].