ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(αόρ. αντων.) οτιδήποτε, κάθε πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάθε + τι (ουδ. της αρχ. αόρ. αντων. τις, τι)].