κουφαίνω

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κουφαίνω) κουφός
κάνω κάποιον κουφό
νεοελλ.
1. (αμτβ.) είμαι λίγο κουφός, βαριακούω
2. φρ. «μάς κούφανες» — είπες κάτι παράδοξο και προκάλεσες μεγάλη εντύπωση.