(Μ κουφαίνω) κουφόςκάνω κάποιον κουφόνεοελλ.1. (αμτβ.) είμαι λίγο κουφός, βαριακούω2. φρ. «μάς κούφανες» — είπες κάτι παράδοξο και προκάλεσες μεγάλη εντύπωση.