εντύπωση

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η (Α ἐντύπωσις)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εντυπώνω
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) κάθε αντίληψη κατ' αίσθηση που γεννιέται στην ψυχή από εξωτερικά ερεθίσματα καθώς και το αποτέλεσμα που ακολουθεί (συναίσθημα ή σκέψη) («μού προξένησε αλγεινή εντύπωση η διαγωγή του»)
2. ζωηρή αίσθηση, το συναίσθημα που δημιουργείται στην αντίληψη ή στη μνήμη από ένα θέαμα ή ακρόαμα («ο λόγος του έκανε εντύπωση»)
αρχ.
αποτύπωμα, χάραγμα με πίεση, εγγλυφή.