το (ΑM κουρεῑον) κουρεύωτο κατάστημα του κουρέα («ὁ δὲ πρὸς κουρεῑον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῑον, ὁ δ' ὅποι ἂν τύχῃ», Λυσ.).