ὁ,
A = κοχλίας, Gloss.; screw of διόππρα, Paul.Aeg.6.73, Aët.16.89.
και χοχλιός, ο (AM κοχλιός)ο κοχλίας, το σαλιγκάριαρχ.βίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + κατάλ. -ιός (πρβλ. θαλαμ-ιός, χαραδρ-ιός). Ο τ. χοχλιός < κοχλιός, με προληπτική αφομοίωση].