κουρεύσιμος

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

η, ον,

   A for cutting hair, σίδηρος Sch.E.Or. 966.

Greek Monolingual

κουρεύσιμος, -ίμη, -ον (Α)
ο κατάλληλος να κουρεύει, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρεύω + -σιμος (πρβλ. εργά-σιμος)].