[κρᾰ], εως, ἡ,
A quaking, of the earth, Epicur.Ep.2p.48U.
κράδανσις: -εως, ἡ, σεῖσις, κίνησις τῆς γῆς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105· Meibom. κραδασμός.
κράδανσις, ἡ (Α) κραδαίνωκραδασμός της γής, ο σεισμός.