κραδασμός

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραδασμός Medium diacritics: κραδασμός Low diacritics: κραδασμός Capitals: ΚΡΑΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kradasmós Transliteration B: kradasmos Transliteration C: kradasmos Beta Code: kradasmo/s

English (LSJ)

ὁ, vibration, cj. for κράδανσις in Epicur. l.c., cf. Nicom. Harm. 4, 10; tremor, agitation, Simp. in Cael. 453.6; τῶν δοράτων Marcellin. Puls. 492.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδασμός: ὁ, παλμώδης κίνησις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διον. Λ. 10. 105, Νικομ. Ἁρμον. σ. 8.

Greek Monolingual

ο (AM κραδασμός) κραδαίνω
δόνηση, ταλάντευση, τρομώδης ή παλμική κίνηση («τῷ γινομένῳ περὶ τοῖς ἐξακοντισμοῖς τῶν δοράτων κραδασμῷ», Μαρκελλίν.)
νεοελλ.
1. η παλμική κίνηση του σωλήνα τών μικρών ιδίως πυροβόλων η οποία παράγεται κατά τη βολή κάθετα προς τον άξονα του
2. (κτην.) πάθηση τών ιπποειδών που οφείλεται στην προς τα έξω απόκλιση τών ακροταρσίων.

German (Pape)

ὁ, die Schwingung, Nicom. harm.