κραταιβάτης

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

[βᾰ], ου, Dor. -τᾱς, α, ὁ,

   A striding in might, epith. of Zeus, IG4.669 (Nauplia).

Greek Monolingual

κραταιβάτης, -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)
επιγρ. (ως επίθ. του Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης, σχοινο-βάτης.