κραταιόγονον

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

τό,

   A willow-weed, Polygonum Persicaria, Dsc.3.124, Gal.12.44; cf. κραταίγονον.

Greek (Liddell-Scott)

κραταιόγονον: τό, ἢ -ος, ἡ, φυτόν, κατὰ τὸν Sprengel, Polygonum Persicaria, Διοσκ. 3. 139· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸν τύπον κραταίγονον, ἐξ οὗ ὁ Schneid. διορθοῖ κραταιγόνου ἀντὶ κραταίγου ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 6.

Greek Monolingual

κραταιόγονον, τὸ (Α)
φυτό του γένους πολύγονο.