Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κρανιοκέφαλος, -ον (Μ)ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίον + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυ-κέφαλος, δολιχο-κέφαλος.