φύρδην
English (LSJ)
Dor. φύρδαν S.Fr.210.39 (lyr.), AP7.531 (Antip. Thess.):—Adv.
A in utter confusion, A.Pers.812; φ. μάχεσθαι X.Cyr. 7.1.37; σεσωρεῦσθαι Plb.16.8.9; πάντα εἰκῇ καὶ φ. ἐπράττετο Id.30.11.6; σύρει φ. drags headlong, S. l.c. 2 (φύρω 1) with defilement, σίδαρον . . φ. μεστὸν ἔχουσα φόνου APl.c.; φ. τείρων φῶτας ἐκβιάζεται Keil-Premerstein Erster Bericht p.9.