φύρδην

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύρδην Medium diacritics: φύρδην Low diacritics: φύρδην Capitals: ΦΥΡΔΗΝ
Transliteration A: phýrdēn Transliteration B: phyrdēn Transliteration C: fyrdin Beta Code: fu/rdhn

English (LSJ)

Dor. φύρδαν S.Fr.210.39 (lyr.), AP7.531 (Antip. Thess.):—Adv.
A in utter confusion, A.Pers.812; φύρδην μάχεσθαι X.Cyr. 7.1.37; σεσωρεῦσθαι Plb.16.8.9; πάντα εἰκῇ καὶ φύρδην ἐπράττετο Id.30.11.6; σύρει φύρδην = drags headlong, S. l.c.
2 (φύρω 1) with defilement, σίδαρον . . φύρδην μεστὸν ἔχουσα φόνου APl.c.; φύρδην τείρων φῶτας ἐκβιάζεται Keil-Premerstein Erster Bericht p.9.

German (Pape)

[Seite 1316] adv., gemischt, vermischt, geknetet, verwirrt, unordentlich; Aesch. Pers. 798; Sp., σίδαρον φύρδαν μεστὸν ἔχουσα φόνου, = πεφυρμένον, Antp. Th. 26 (VII, 531); auch in Prosa, φ. μάχεσθαι Xen. Cyr. 7, 1,37; Pol. 16, 8,9; φύρδην πάντα ἐπράττετο 30, 14, 6.

French (Bailly abrégé)

adv.
pêle-mêle, confusément.
Étymologie: φύρω.

Russian (Dvoretsky)

φύρδην: дор. φύρδᾱν adv. φύρω вперемешку, беспорядочно (μάχεσθαι Xen.): εἰκῇ καὶ φ. πράττειν τι Polyb. делать что-л. наобум и второпях; ἱδρύματα φ. ἐξαναστρέφειν βάθρων Aesch. сваливать в кучу статуи с пьедесталов; φ. μεστὸς φόνου Aesch. весь в крови.

Greek (Liddell-Scott)

φύρδην: ἐπίρρ. (φύρω) μεμιγμένως, ἐν τελείᾳ συγχύσει, δαιμόνων ἱδρύματα πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 812· φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῖς Ξεν. Κύρου Παιδ. 71, 37· φ. πάντα ἐπράττετο Πολύβ. 30. 14, 6 ― ἐν τῷ, Δωρ. τύπῳ φύρδαν, Ἀνθ. Παλατ. 7. 531.

Greek Monolingual

ΝΑ, και δωρ. τ. φύρδαν Α
επίρρ. νεοελλ. φρ. «φύρδην μίγδην» — τελείως ανακατεμένα, ανάκατα, με πλήρη ακαταστασία ή σε πλήρη σύγχυση
αρχ.
ανακατεμένα, ακατάστατα (α. «φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῖς», Ξεν.
β. «φύρδην πάντα ἐπράττετο», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην)].

Greek Monotonic

φύρδην: επίρρ. (φύρω), ανακατεμένα, σε απόλυτη σύγχυση, σε Αισχύλ., Ξεν.· Δωρ. φύρδαν, σε Ανθ.

Middle Liddell

φύρω
mixedly, in utter confusion, Aesch., Xen.; doric φύρδαν, Anth.

English (Woodhouse)

confusedly, muddle, promiscuously, at random, in a litter, in a mess, in jumble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀνάκατα). Ἀπό τό φύρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.