[Seite 1520] ορος, ὁ, dasselbe, Tzetz.
κτίτωρ: -ορος, ὁ, = κτίστης Τζέτζ. Ἱστ. 3. 964., 6. 694.
κτίτωρ, -ορος, ὁ (Μ)βλ. κτίτορας.