κτίτορας

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κτίτωρ, -ορος)
1. κτίστης, ιδρυτής, θεμελιωτής
2. (ειδ.) ο ιδρυτής ναού, μονής ή άλλου ιερού ιδρύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτι- του κτίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. κτήτωρ, κοσμήτωρ, ρήτωρ)].