κριοκέφαλος

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον,

   A ram-headed, Hermes Trism.in Rev.Phil.32.254.

German (Pape)

[Seite 1510] mit einem Widderkopf, Ἄμμων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑοκέφᾰλος: -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, κριοκέφαλος Ἄμμων Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κριοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας κεραμβυκίδες
αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγο-κέφαλος, βου-κέφαλος.