κτιστήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., AJA23.364 (Corinth, iv B.C.).
Greek Monolingual
κτιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κτίζω
κτίστης, ιδρυτής, θεμελιωτής.
ῆρος, ὁ, = sq., AJA23.364 (Corinth, iv B.C.).
κτιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κτίζω
κτίστης, ιδρυτής, θεμελιωτής.