ιδρυτής

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερyour good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που ίδρυσε κάτι, αυτός που θεμελίωσε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].