κτηνοβασία

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

German (Pape)

[Seite 1519] ἡ, Unzucht mit Thieren, Sp.

Greek Monolingual

η (Μ κτηνοβασία) κτηνοβάτης
η συνουσία με ζώο.