κτηνοβασία

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

German (Pape)

[Seite 1519] ἡ, Unzucht mit Tieren, Sp.

Greek Monolingual

η (Μ κτηνοβασία) κτηνοβάτης
η συνουσία με ζώο.