κυμβαλοκρούστης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = κυμβαλιστής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβαλοκρούστης: -ου, ὁ, = κυμβαλιστής, Γλώσσ.
Greek Monolingual
κυμβαλοκρούστης, ὁ (Α)
κυμβαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κρούστης (< κρούω)].
ου, ὁ,
A = κυμβαλιστής, Gloss.
κυμβαλοκρούστης: -ου, ὁ, = κυμβαλιστής, Γλώσσ.
κυμβαλοκρούστης, ὁ (Α)
κυμβαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κρούστης (< κρούω)].