κρούστης

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούστης Medium diacritics: κρούστης Low diacritics: κρούστης Capitals: ΚΡΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kroústēs Transliteration B: kroustēs Transliteration C: kroystis Beta Code: krou/sths

English (LSJ)

κρούστου, ὁ, = Lat. petulcus, Dosith.p.397 K.

Greek Monolingual

ο (Α κρούστης) κρούω
νεοελλ.
αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήρας
αρχ.
αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα.