κωδίκελλος
Greek Monolingual
ο (AM κωδίκελλος, Α και κωδίκιλλος)
διάταξη τελευταίας βούλησης του διαθέτη, η οποία συμπληρώνει ή τροποποιεί τη διαθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. codic-illus, υποκορ. του codex «δέλτος»].
ο (AM κωδίκελλος, Α και κωδίκιλλος)
διάταξη τελευταίας βούλησης του διαθέτη, η οποία συμπληρώνει ή τροποποιεί τη διαθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. codic-illus, υποκορ. του codex «δέλτος»].