λαγγόνι

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και λαγγούνι, το
τα λαγαρά, οι λαγόνες, το μέρος του σώματος μεταξύ της μέσης και τών πλευρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λαγγόνιν < λαγγόνιον < λαγγών, -όνος + υποκορ. κατάλ. -ιον].