και λαγγούνι, τοτα λαγαρά, οι λαγόνες, το μέρος του σώματος μεταξύ της μέσης και τών πλευρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λαγγόνιν < λαγγόνιον < λαγγών, -όνος + υποκορ. κατάλ. -ιον].