λαγγών

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαγγών Medium diacritics: λαγγών Low diacritics: λαγγών Capitals: ΛΑΓΓΩΝ
Transliteration A: langṓn Transliteration B: langōn Transliteration C: laggon Beta Code: laggw/n

English (LSJ)

ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου, EM554.15.
II trader, merchant, Cyr.

Greek Monolingual

λαγγών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. έμπορος, πραματευτής, μεταπράτης
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγγ- (πρβλ. λαγγάζω) + κατάλ. -ών (πρβλ. φαγών)].

German (Pape)

ῶνος, ὁ, Zaudern, Philox. gloss.