-η, -ο1. αυτός που έχει υφανθεί από μετάξι, ο μεταξωτός2. αυτός που μοιάζει με ύφασμα από μετάξι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + υφαντός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο].