υφαντός

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑφαντός, -ή, -όν, ΝΑ, και φαντός, -ή, -ό, Ν ὑφαίνω
1. κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό, ο υφασμένος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντά
υφάσματα, συνήθως χοντρά, που έχουν σχέδια ενυφασμένα.