υφαντός

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑφαντός, -ή, -όν, ΝΑ, και φαντός, -ή, -ό, Ν ὑφαίνω
1. κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό, ο υφασμένος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντά
υφάσματα, συνήθως χοντρά, που έχουν σχέδια ενυφασμένα.